μονῳδικός

From LSJ
Revision as of 17:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονῳδικός Medium diacritics: μονῳδικός Low diacritics: μονωδικός Capitals: ΜΟΝΩΔΙΚΟΣ
Transliteration A: monōidikós Transliteration B: monōdikos Transliteration C: monodikos Beta Code: monw|diko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a μονῳδία, γυμνάσματα Sch.Ar.Ra.974.

German (Pape)

[Seite 206] ή, όν, zur Monodie gehörig, Schol. Ar. Ran. 974 erkl. μονῳδίαις γυμνάσμασι μονῳδικοῖς, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μονῳδικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μονῳδίαν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 974.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μονῳδικός, -ή, -όν)
μονωδός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στη μονωδία.