Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
τετάρτη: ἡ1 (sc. μοῖρα) четверть (мера жидкостей) Her.;2 (sc. ἡμέρα) четвертый день Hes., Xen.