χρηματιστικόν
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
Russian (Dvoretsky)
χρημᾰτιστικόν: τό
1) Plat., Arst. = χρηματιστική;
2) торговый класс, дельцы Arst.
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
χρημᾰτιστικόν: τό
1) Plat., Arst. = χρηματιστική;
2) торговый класс, дельцы Arst.