θέμιστα
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
θέμιστας, A v. θέμις.
Greek (Liddell-Scott)
θέμιστα: θέμιστας, ἴδε ἐν λ. θέμις. - Καθ’ Ἡσύχ. «θέμιστα· ἔννομα, νόμιμα»· - «θέμιστας· νόμους, δίκας»· - «θέμιστες· μαντεῖα. χρησμοί. δίκαια. νόμοι».
Greek Monotonic
θέμιστα: θέμιστας, Επικ. αιτ. ενικ. και πληθ. του θέμις.
Russian (Dvoretsky)
θέμιστα: acc. sing. к θέμις.