κνίς
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
κνῐδός, ἡ, A = κνίδη, acc. sg. κνίδα [ῐ] Opp.H.2.429: pl. κνίδες Sm.Is.55.13, cf.Aq., Thd.ib.34.13.
Greek (Liddell-Scott)
κνίς: -ίδος, = κνίδη, αἰτ. ἑνικ. κνίδα ῐ ἐν Ὀππ. Ἁλ. 2. 429· πληθ. κνίδες, διάφ. γρ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΝΕ΄, 13).
Greek Monolingual
κνίς, -ιδός, ἡ (Α)
η κνίδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του κνίζω.