μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
(I)-η, -ο βάθοςο χωρίς μεγάλο βάθος, ρηχός.(II)-η, -οο πολύ βαθύς, άπατος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α επιτακ. + βάθος.