λέπισμα

From LSJ
Revision as of 16:40, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέπισμα Medium diacritics: λέπισμα Low diacritics: λέπισμα Capitals: ΛΕΠΙΣΜΑ
Transliteration A: lépisma Transliteration B: lepisma Transliteration C: lepisma Beta Code: le/pisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A peel, LXX Ge.30.37, Dsc.1.23, Gal.19.106.

German (Pape)

[Seite 29] τό, das Abgeschälte, Schale, Schuppe, = Vorigem, Diosc. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λέπισμα: τό, τὸ διὰ τῆς ἐκλεπίσεως ἀφαιρούμενον, φλοιός, Ἑβδ. (Γεν. Λ΄, 37), Διοσκ. 1. 22, Γαλην.

Greek Monolingual

(I)
λέπισμα, τὸ (Α) λεπίζω (Ι)], αυτό που αφαιρείται με ξεφλούδισμα, το φλούδι.
(II)
το
ζωολ. γένος θυσάνουρων εντόμων της οικογένειας λεπισμίδες.