μύσκος
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μύσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ μῦς, ἀντὶ μυΐσκος, Ἀρκάδ. 50. 15.
Greek Monolingual
(I)
μύσκος, ὁ (Α)
(υποκορ. του μῦς) μυΐσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυίσκος < μῦς «ποντικός»].
(II)
μύσκος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μύσκος
μίασμα, κῆδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύσος «ακαθαρσία, μίασμα» με εκφραστικό επίθημα -κος].