πλασμός
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
Greek (Liddell-Scott)
πλασμός: ὁ, (πλάσσω) πλάσις, κατασκευή, Βελθ. κ. Χρυσ. στ. 292, ἔκδ. Μαυροφρύδου. ― Πρβλ. μεταπλασμός.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, ΜΑ πλάζω
(στα σχόλια Ιλ.) «πλάζειν τὸ στροφοδινεῑν καὶ οἱονεὶ σκοτίζειν καὶ πλασμὸς ἡ ἐξ ἀμφοῑν τῶν μερῶν ἐπεισβολὴ τοῦ κύματος».
(II)
ὁ, Μ πλάσσω
η πλάση, η κατασκευή, το πλάσιμο.