πλασμός

From LSJ
Revision as of 13:05, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source

Greek (Liddell-Scott)

πλασμός: ὁ, (πλάσσω) πλάσις, κατασκευή, Βελθ. κ. Χρυσ. στ. 292, ἔκδ. Μαυροφρύδου. ― Πρβλ. μεταπλασμός.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, ΜΑ πλάζω
(στα σχόλια Ιλ.) «πλάζειν τὸ στροφοδινεῑν καὶ οἱονεὶ σκοτίζειν καὶ πλασμὸς ἡ ἐξ ἀμφοῑν τῶν μερῶν ἐπεισβολὴ τοῦ κύματος».
(II)
ὁ, Μ πλάσσω
η πλάση, η κατασκευή, το πλάσιμο.