συλλογιμαῖος

Revision as of 10:59, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

English (LSJ)

α, ον,

   A collected from divers places, ὕδατα (opp. πηγαῖα) Arist.Mete.353b23; ἄνθρωποι Luc.Tox.19; σ. φορυτός, of a man, Com.Adesp.906.

German (Pape)

[Seite 976] was zusammengebracht, zusammengelesen, gesammelt zu werden pflegt, was zusammenläuft, zusammen zu fließen pflegt; ὕδατα, Arist. meteor. 2, 1; φορυτός, B. A. 63; ἄνθρωποι, Luc. Tox. 19.

Greek (Liddell-Scott)

συλλογῐμαῖος: -α, -ον, διατεθειμένος εἰς ἕνωσιν, συνειλεγμένος ἐκ διαφόρων τόπων, ὕδατα (ἀντίθετον τῷ πηγαῖα) Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6· ἄνθρωποι Λουκ. Τόξ. 19. Ἐπιρρ. συλλογιμαίως, «ἅπερ οἱ πρότερον βασιλεῖς... συλλογιμαίως ἀπεθησαύρισαν χρήματα» Νικήτ. Χρόν. σ. 150Β.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
rassemblé de toutes parts.
Étymologie: συλλογή.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
αυτός που συλλέγεται από διάφορα σημεία (α. «συλλογιμαίους τινάς ἀνθρώπων», Λουκιαν.
β. «συλλογιμαῑα ὕδατα», Αριστοτ.).
επίρρ...
συλλογιμαίως Μ
με συλλογή από διάφορα μέρη («ἅπερ οἱ πρότερον βασιλεῑς... συλλογιμαίως ἀπεθησαύρισαν χρήματα», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλογή + κατάλ. -(ι)μαῖος (πρβλ. ἐπιστολ-ιμαῖος, ὑποβολ-ιμαῖος)].

Greek Monotonic

συλλογῐμαῖος: -α, -ον, μαζεμένος, συνηγμένος από διαφόρους τόπους, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συλλογῐμαῖος:
1) стекающийся (ὕδατα Arst.);
2) собравшийся отовсюду (ἄνθρωποι Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συλλογιμαῖος -α -ον [σύλλογος] verzameld, bijeengebracht.

Middle Liddell

συλλογῐμαῖος, η, ον
collected from divers places, Luc.