φορυτός
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
ὁ, whatever the wind carries along: hence, rubbish, such as collects in a farmyard or a carpenter's shop, σύες ἐπὶ φορυτῷ μαργαίνουσιν Democr.147; ὅταν μύες περὶ φορυτοῦ μάχωνται Thphr. Sign.49, cf. Ar.Ach.72, Com.Adesp.906; chips or shavings, Arist. HA628b11, Conon 48.8; ξύλων φορυτός Aen.Tact.37.2; used for packing earthenware to keep it from breaking, Ar.Ach.927; of the materials of a bird's nest, Arist.HA616a12; βρωμάτων φορυτός: a mishmash of all kinds of meat, Alciphr.3.7.
German (Pape)
[Seite 1301] ὁ, ein Gemisch von allerlei wertlosen Dingen, Kehricht, Auswurf, vgl. B. A. 71; übh. was der Wind fortführt, Spreu, Reisig u. vgl.; ἐσωζόμην παρὰ τὴν ἔπαλξιν ἐν φορυτῷ κατακείμενος Ar. Ach. 72, wo es der Schol. φρύγανα, ἄχυρα καὶ ἀπὸ γῆς ἀειρόμενος ὑπὸ ἀνέμου χόρτος erkl.; man packte irdenes Geschirr darin ein, Ach. 891, wo der Schol. aber neben δέσμη χόρτου συρφετώδους, φρυγανώδης ἀκαθαρσία auch erkl. ψιαθῶδες πλέγμα, ἐν ᾡ τοὺς στάχυας ἐμβάλλουσιν; – βρωμάτων φορυτός, ein Gemengsel von Speisen, eine Menge von allerlei Speisen durch einander, Alciphr. 3, 7.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
mélange de toutes sortes de choses, d'où
1 immondices, bourbier où se vautrent les porcs;
2 matières diverses (paille, foin, etc.) pour les emballages.
Étymologie: φορύνω.
Russian (Dvoretsky)
φορῠτός: ὁ
1 грязь, грязная лужа Plut.;
2 отбросы, мусор (φ. καὶ γῆ Arst.; ἐν φορυτῷ κατακείμενος Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
φορυτός: ὁ, πᾶν τὸ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου παρασυρόμενον, ὅθεν (ὡς τὸ συρφετός, ἐκ τοῦ σύρω), οἷον ἄχυρα, φρύγανα, φρυγανώδη χόρτα, «σκουπίδια» «ῥοκανίδια», Λατι. quisqudiae, ὡς τὰ συσσωρευόμενα εἰς τὴν αὐλὴν ἀγροτικῆς οἰκίας ἢ εἰς ἐργαστήριον ξυλουργοῦ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 72, πρβλ. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 6., 9. 41, 13· χρήσιμα κατὰ τὴν φόρτωσιν πηλίνων ἀγγείων ὅπως μὴ συγκρουόμενα θραύωνται, Ἀριστοφ. Ἀχ. 927· ἀλλὰ παρὰ τῷ Ἁλκίφρονι 3. 7, βρωμάτων φορυτὸς εἶναι μῖγμα ἢ ἀνάμιξις παντοειδῶν φαγητῶν. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φορυτός· φρύγανα ἄχυρα, καὶ ἀπὸ γῆς αἰρόμενος ὑπὸ ἀνέμου χόρτος, φρυγανῶδες, συρφετός, βόρβορος ἀκαθαρσία».
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
σκουπίδια, σκύβαλα, που τά μεταφέρει ο άνεμος
αρχ.
1. ξερά χορτάρια με τα οποία προστάτευαν από σπάσιμο τα πήλινα αγγεία («δός μοι φορυτόν, ἵν αὐτὸν ἐνδήσας φέρω», Αριστοφ.)
2. φρ. «βρωμάτων φορυτός» — φαγητό με πολλά ανακατεμένα υλικά (Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορῠ- (βλ. λ. φορύνω) + κατάλ. -τός].
Greek Monotonic
φορῠτός: ὁ (φέρομαι), οτιδήποτε παρασύρεται από τον άνεμο, και ομοίως (όπως το συρφετός από το σύρω), σκουπίδια, ροκανίδια, άχυρα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
φορῠτός, οῦ, ὁ, [φέρομαι]
whatever is swept along by the wind, and so (like συρφετός, from σύρὠ, rubbish, sweepings, chaff, Ar.