συλλογιμαῖος

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλογῐμαῖος Medium diacritics: συλλογιμαῖος Low diacritics: συλλογιμαίος Capitals: ΣΥΛΛΟΓΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: syllogimaîos Transliteration B: syllogimaios Transliteration C: syllogimaios Beta Code: sullogimai=os

English (LSJ)

α, ον, collected from divers places, ὕδατα (opp. πηγαῖα) Arist.Mete.353b23; ἄνθρωποι Luc.Tox.19; σ. φορυτός, of a man, Com.Adesp.906.

German (Pape)

[Seite 976] was zusammengebracht, zusammengelesen, gesammelt zu werden pflegt, was zusammenläuft, zusammen zu fließen pflegt; ὕδατα, Arist. meteor. 2, 1; φορυτός, B. A. 63; ἄνθρωποι, Luc. Tox. 19.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
rassemblé de toutes parts.
Étymologie: συλλογή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συλλογιμαῖος -α -ον [σύλλογος] verzameld, bijeengebracht.

Russian (Dvoretsky)

συλλογῐμαῖος:
1 стекающийся (ὕδατα Arst.);
2 собравшийся отовсюду (ἄνθρωποι Luc.).

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
αυτός που συλλέγεται από διάφορα σημεία (α. «συλλογιμαίους τινάς ἀνθρώπων», Λουκιαν.
β. «συλλογιμαῖα ὕδατα», Αριστοτ.).
επίρρ...
συλλογιμαίως Μ
με συλλογή από διάφορα μέρη («ἅπερ οἱ πρότερον βασιλεῖς... συλλογιμαίως ἀπεθησαύρισαν χρήματα», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλογή + κατάλ. -(ι)μαῖος (πρβλ. ἐπιστολιμαῖος, ὑποβολιμαῖος)].

Greek Monotonic

συλλογῐμαῖος: -α, -ον, μαζεμένος, συνηγμένος από διαφόρους τόπους, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συλλογῐμαῖος: -α, -ον, διατεθειμένος εἰς ἕνωσιν, συνειλεγμένος ἐκ διαφόρων τόπων, ὕδατα (ἀντίθετον τῷ πηγαῖα) Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6· ἄνθρωποι Λουκ. Τόξ. 19. Ἐπιρρ. συλλογιμαίως, «ἅπερ οἱ πρότερον βασιλεῖς... συλλογιμαίως ἀπεθησαύρισαν χρήματα» Νικήτ. Χρόν. σ. 150Β.

Middle Liddell

συλλογῐμαῖος, η, ον
collected from divers places, Luc.