τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
adv.longuement;Cp. μακροτέρως ou μακροτέρω, Sp. μακροτάτω.Étymologie: μακρός.
μακρῶς:1) далеко, на большое расстояние (φέρεσθαι Arst.);2) долго, медленно (ἐκμηρύεσθαι τὰς δυσχωριας Polyb.).