ἀργυροπράτης
From LSJ
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
English (LSJ)
[ᾱ], ου, ὁ,
A money-dealer, PSI1.76.2 (vi A.D.):—hence ἀργῠρο-ᾱτικός, ή, όν, Just.Nov.136.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργυροπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, ἀργυραμοιβός, τραπεζίτης, Κύριλλ. Ἀλ. ΙΧ. 12Β, Ἰουστ. Νεαρ. 136 : ― Ἐντεῦθεν, -ᾱτικός, ή, όν, Βυζ. -πρατεῖον, τό, Βυζ.