συναρμολογέομαι
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monotonic
συναρμολογέομαι: Παθ., είμαι συνταιριασμένος ή συναρμοσμένος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
συναρμολογέομαι: быть слаженным, соразмерным (οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη NT).
Middle Liddell
Pass. to be fitted or framed together, NTest.