Λυκίηθεν

From LSJ
Revision as of 21:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

French (Bailly abrégé)

adv.
de Lycie.
Étymologie: Λυκία, -θεν.

Greek Monolingual

Λυκίηθεν (Α)
επίρρ. από τη Λυκία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Λυκίη (ιων. τ. του Λυκία) + επιρρμ. κατάλ. -θε(ν), πρβλ. Κρήτη-θεν, Λιβύη-θεν].

Russian (Dvoretsky)

Λῠκίηθεν: adv. из Ликии Hom.

Middle Liddell

from Lycia, Il.