bont
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
Dutch > Greek
εὐποίκιλος, παναίολος, ποικίλος, ποικιλόχροος, ποικιλόχρους, πολύχροον, πολύχροος, πολύχρους, πολυχρώματος, πολύχρωμος, πουλύχροος