bont
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
Dutch > Greek
εὐποίκιλος, παναίολος, ποικίλος, ποικιλόχροος, ποικιλόχρους, πολύχροον, πολύχροος, πολύχρους, πολυχρώματος, πολύχρωμος, πουλύχροος