ποικιλόχρους Search Google

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153

Greek Monolingual

-ουν, και -οος, -οον, ΝΜΑ
ποικιλόχρωμοςποικιλόχρους πιτυρίαση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -χροος / -χροῦς (< χρως, χροός), πρβλ. ροδόχρους].

German (Pape)

zusammengezogen aus ποικιλόχροος.

Translations