χολώ
From LSJ
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
Greek Monolingual
(I)
-άω, Α χολή
1. κατέχομαι από μελαγχολία («ὅ δὲ χολᾱν ποιεῖ, γάστριν καλοῡσι καὶ λάμυρον», Επικρ.)
2. οργίζομαι, χολώνομαι («ἐμοὶ χολᾱτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ», ΚΔ).
(II)
-έω, Μ χολή
οργίζομαι.
(III)
-όω, Α
βλ. χολώνω.