ημισέληνος
Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
Greek Monolingual
-ο
νεοελλ.
1. μτφ. ως επίθ. αυτός που έχει σχήμα μισής σελήνης ή εικονίζει ημισέληνο
2. το θηλ. ως ουσ. η ημισέληνος
α) μισή σελήνη, το ημικυκλικό σχήμα της σελήνης, το οποίο εμφανίζεται κατά το πρώτο ή το τελευταίο τέταρτό της, το μισοφέγγαρο
β) (κατ' επέκτ.) το δρεπανοειδές σχήμα της σελήνης, το οποίο εμφανίζει αυτή πριν από το πρώτο τέταρτό της και μετά το τελευταίο
γ) η σημαία της Τουρκίας
δ) (κατ' επέκτ.) το σύμβολο του τουρκικού κράτους και γενικότερα του ισλαμισμού
ε) στους Σουμερίους και Ακκαδίους, σύμβολο της θεότητας της Σελήνης
στ) στους αρχαίους Έλληνες σύμβολο της Αρτέμιδος
ζ) στο Βυζάντιο, σύμβολο της Κωνσταντινούπολης
3. φρ. «Ερυθρά Ημισέληνος» — ονομασία την οποία φέρουν στις ισλαμικές χώρες οι αντίστοιχοι προς τον Ερυθρό Σταυρό οργανισμοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -σεληνος (< σελήνη), πρβλ. α-σέληνος, υπο-σέληνος].