μαρτυρικός

From LSJ
Revision as of 17:01, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640

Greek (Liddell-Scott)

μαρτῠρικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μάρτυρα, Ἐκκλ. Ἐπιρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον μάρτυρος, αὐτόθι.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM μαρτυρικός, -ή, -όν) μάρτυρας
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάρτυρα ή στη μαρτυρία
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαρτυρικά
τροπάρια που ψάλλονται προς τιμήν τών μαρτύρων της Εκκλησίας
νεοελλ.
αυτός που χαρακτηρίζεται από βάσανα ή ταλαιπωρίες («μαρτυρικός θάνατος»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μαρτυρικόν
μαρτυρία, παράδειγμα
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οι βίοι τών μαρτύρων της Εκκλησίας.
επίρρ...
μαρτυρικώς και ά (AM μαρτυρικῶς)
με μαρτυρικό τρόπο
μσν.
με βεβαιώσεις.

German (Pape)

das Zeugen, das Zeugnis betreffend, bei K.S. = die Märtyrer betreffend.