άπιον

From LSJ
Revision as of 21:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

ἄπιον, το κ. ἄπιος, η (Α)
1. απίδι, αχλάδι
2. απιδιά, αχλαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Ο συσχετισμός του τ. με λατ. pirum, pirus, μεσογειακής προέλευσης, οδηγεί σε προελληνικό επίθημα α- και θ. piso. Σύγχυση παρατηρείται ως προς τη χρήση του ουδ. και θηλ. Ο τ. το άπιον σημαίνει κυρίως «αχλάδι» και άπαξ «αχλαδιά», προς διάκριση από τη λ. άχερδος «αγριαχλαδιά», ενώ το θηλ. η άπιος χρησιμοποιείται με βασική σημ. «αχλαδιά» (Θεόφρ., Διοσκ., Γαλ.) και σπάνια με σημ. «αχλάδι».
ΣΥΝΘ. απιοειδής].