υπήνεμος

From LSJ
Revision as of 14:51, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπήνεμος, -ον, ΝΜ
απάνεμος, προφυλαγμένος από τον άνεμο (α. «υπήνεμο λιμάνι» β. «ἐκβάντες δ' ἐπὶ θῖνα βαθὺν καὶ ὑπήνεμον ἀκτήν», Θεοκρ.)
νεοελλ.
φρ. «υπήνεμο κύμα»
(μετεωρ.) κυματοειδής διαμόρφωση τών αέριων ρευμάτων, η οποία εκδηλώνεται κατά την κατακόρυφη διεύθυνση στην υπήνεμη πλευρά τών οροσειρών
αρχ.
1. ήπιος, ελαφρόςὑπήνεμος αὔρα», Ευρ.)
2. γρήγορος σαν τον άνεμο
3. ὑπηνέμιος, μάταιος («ὑπήνεμοι ἐπιθυμίαι», Αλκίφρ.)
4. το αρσ. ως ουσ.ὑπήνεμος·απάνεμος τόπος.
επίρρ...
υπηνέμως και υπήνεμα Ν
απάνεμα, με προστασία από τον άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ήνεμος (< ἄνεμος), πρβλ. δı-ήνεμος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Το επίρρ. υπηνέμως μαρτυρείται από το 1824 στα Έγγραφα Ελληνικής Κυβερνήσεως].