νηλίπεζος

From LSJ
Revision as of 17:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηλίπεζος Medium diacritics: νηλίπεζος Low diacritics: νηλίπεζος Capitals: ΝΗΛΙΠΕΖΟΣ
Transliteration A: nēlípezos Transliteration B: nēlipezos Transliteration C: nilipezos Beta Code: nhli/pezos

English (LSJ)

ον,

   A barefooted, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

νηλίπεζος: -ον, = νηλίπους, ἀνυπόδητος, γυμνόπους, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νηλίπεζος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀνυπόδητος, γυμνόπους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο νηλιπόπεζος < νήλιπος + -πεζος (< πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. με σημ. «πόδι» < πούς) με απλολογία (πρβλ. τετράπεζα > τράπεζα)
βλ. και λ. νηλίπους.