ὀνοκένταυρος
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
{{ |High diacritics=ὀνοκένταυρος |Medium diacritics=ὀνοκένταυρος |Low diacritics=ὀνοκένταυρος |Capitals=ΟΝΟΚΕΝΤΑΥΡΟΣ |Transliteration A=onokéntauros |Transliteration B=onokentauros |Transliteration C=onokentavros |Beta Code=o)noke/ntauros |Definition=onocentaur, onocentaurus, ass-centaur, donkey-centaur, tailless ape, demon }}
German (Pape)
[Seite 348] ὁ, Eselskentaur, ungeschwänzte Affenart.
Greek Monolingual
ὀνοκένταυρος, ό, θηλ. όνοκένταυρα (Α)
1. είδος πιθήκου χωρίς ουρά
2. είδος δαιμόνων που κατοικούσαν σε άγριους και έρημους τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κένταυρος].