λογόδειπνον
English (LSJ)
τό,
A feast of words, learned banquet, Ath.1.b.
Greek (Liddell-Scott)
λογόδειπνον: τό, δεῖπνον λόγων, συμπόσιον λογίων ἀνδρῶν, Ἀθήν. 1Β.
Greek Monolingual
λογόδειπνον, τὸ (Α)
συμπόσιο λόγιων ανδρών («τοῦ λόγου οἰκονόμος Ἀθήναιος ἥδιστον λογόδειπνον εἰσηγεῑται», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + δείπνον (πρβλ. αριστό-δειπνον, ψευδό-δειπνον)].