ἀφόδευμα

Revision as of 16:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A excrement, shit Dsc.Eup.1.89, Gp.12.11, Aesop. 400: in pl., Sch.Ar.Pl.1185 (also ἀφοδήματα ib.1184).    II ἀφόδευμα κροκοδείλου, = Αἰθιοπικόν, crocodile excrement, crocodile shit, ajwain, ajowan ajowan caraway, bishop's weed, carom, PMag.Leid.V.12.30, W.6.27.

German (Pape)

[Seite 413] τό, der Stuhlgang, Schol. Nic. Erkl. von ἀφόρδιον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφόδευμα: τό, τὸ περίττωμα, κόπρος, Γεωπ. 12. 11· - ἀφόδευσις, ἡ, τῶν περιττωμάτων ἡ κένωσις, Ἐπιστ. Βαρνάβ. 10, Κλήμ. Ἀλ. 221.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Grafía: graf. ἀνφω- PMag.13.240
excremento ἐν ἀφοδεύματι ἀλώπεκος πτερὰ τέττιγος ἐθεασάμην Aesop.245, εἰς τὸ ἀ. ἑαυτῶν βλέπομεν Vit.Aesop.G 67, αἰλούρου Dsc.Eup.1.89, βοὸς ἀ. ξηρόν Horap.1.54, κυνὸς PMag.l.c., κροκοδείλου PMag.13.245, pero identificado c. Αἰθιοπικὴν γῆν en PMag.12.414
estiércol χηνῶν ἀ. ἅλμῃ λύσας ῥαῖνε τὰ λάχανα Gp.12.11
plu. τὰ ἀφοδεύματα Sch.Ar.Pl.1185.

Greek Monolingual

το (AM ἀφόδευμα)
το αποπάτημα, το χέσιμο.