χέσιμο

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. κένωση τών εντέρων, αποπάτηση
2. μτφ. χυδαίο βρίσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χεσ- του αορ. έ-χεσ-α του ρ. χέζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. βράσιμο)].