νηρίτης
Greek (Liddell-Scott)
νηρίτης: [ῑ], ἴδε νηρείτης.
Greek Monolingual
νηρίτης και νηρείτης, ὁ (Α)
ονομασία διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ανθρωπωνύμιο Νηρεύς, απ' όπου και η γρφ. νηρείτης. Ο παρλλ. τ. της λ. ἀναρίτης γεννά προβλήματα λόγω του αρκτικού α-, ενώ η σύνδεση της λ. με νηρόν «νερό» αποκλείεται, λόγω του ότι ο τ. νηρόν είναι μτγν. Τέλος, η σύνδεση με νήριτος «αναρίθμητος» δεν θεωρείται πιθανή].
Russian (Dvoretsky)
νηρίτης: (ῑ) и νηρείτης, ου ὁ нерит (род морского моллюска) Arst.
Frisk Etymological English
(-εί-)
Grammatical information: m.
Meaning: several kinds of sea-snails (Arist.); Thompson Fishes s.v.
Other forms: Besides ἀναρίτας (Ibyc., Epich.), ἀνηρίτης (Herod.); on the Anlaut Lejeune Rev. ét. anc. 45, 141 n. 4.
Compounds: νηριτοτρόφος (A. Fr. 312), but see Leumann, Hom. Wörter 245.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: The usual notation with -εί- may rest on association with Νήρειος, Νηρεύς; the in itself not probable connection with νηρόν water is strongly endangered by the forms ἀναρ-, ἀνηρ- that begin with a vowel. Cf. Redard 81 a. 248 n. 3. Fur. 372 takes the varying initial as evidence for Pre-Greek.
Frisk Etymology German
νηρίτης: (-εί-)
{nērítēs}
Grammar: m.
Meaning: Art Meeresschnecke (Arist.).
Derivative: Daneben ἀναρίτας (Ibyk., Epich.), ἀνηρίτης (Herod.); zum Anlaut Lejeune Rev. ét. anc. 45, 141 A. 4.
Etymology : Die geläufige Schreibung mit -εί- kann auf Assoziation mit Νήρειος, Νηρεύς beruhen; die an sich nicht wahrscheinliche Anknüpfung an νηρόν Wasser wird schon durch die vokalisch anlautenden ἀναρ-, ἀνηρ- stark gefährdet. Vgl. Redard 81 u. 248 A. 3.
Page 2,316