противостоять
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
Russian > Greek
ἀνθυπάρχω ;; ἀντικάθημαι ;; ἀντίκειμαι ;; ἀντιστατέω ;; ἀρκέω
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
ἀνθυπάρχω ;; ἀντικάθημαι ;; ἀντίκειμαι ;; ἀντιστατέω ;; ἀρκέω