ἀγωνικός
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
ή, όν,
A v.l. for ἀγωνιστικός, D.H.Rh.6.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγωνικός: -ή, -όν, ὁ εἰς ἀγῶνα ἁρμόδιος ἢ ἐπιτήδειος, Διον. Ἁλικ. ῥητ. 6.