избыток
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Russian > Greek
ἐπι- ;; περιουσία ;; πλεονασμός ;; περισσά ;; περιττά ;; προσόν ;; δαψίλεια ;; ὑπερβολή ;; ὑπέρεξις ;; περισσότης ;; περιττότης ;; πλεονεξία ;; ὑπεροχή