προσόν

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. ό,τι υπάρχει επί πλέον σε κάποιον και, ιδίως, εξαιρετική ιδιότητα ή ικανότητα, προτέρημα, πλεονέκτημα
2. απαραίτητο εφόδιο για να γίνει ή να πράξει κανείς κάτι, καθώς και το σχετικό επίσημο τεκμήριο, όπως λ.χ. δίπλωμα, πτυχίο, πιστοποιητικό υγείας («δεν συγκεντρώνει τα απαραίτητα προσόντα για να καταλάβει τη θέση του διευθυντή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. της μτχ. προσών, -ούσα, -όν του ρ. πρόσειμι.

Russian (Dvoretsky)

προσόν: τό πρόσειμι I] излишек, избыток Dem.