упирать
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
Russian > Greek
κλίνω, ἐνερείδω, στηρίζω, ἐρείδω, ἀποστηρίζομαι, ἐπισκήπτω, ἐνσκίμπτω, ἐνισκίμπτω, σκίμπτομαι, ἐξερείδω, προσερείδω, ἀπερείδω, ἀντερείδω, ἐπερείδω, ἁρμόζω