Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
τάφος ;; θάμβος ;; ἔκπληξις ;; κατάπληξις ;; ἄγη ;; ἄγα ;; θαῦμα