κατάπληξις
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A amazement, consternation, Th.7.42,8.66, BGU1209.16 (i B. C.), etc.; κ. ὀμμάτων fixation, Hp.Epid.7.56.
2 extreme shyness, Arist.MM1193a1.
German (Pape)
[Seite 1370] ἡ, das Niederschlagen, in Furcht, Staunen, Verwunderung Setzen, die Niedergeschlagenheit; κατάπληξις αὐτ οῖς ἐγένετο, εἰ πέρας μηδὲν ἔσται Thuc. 7, 42; καὶ ἀπραγία τῶν στρατοπέδων Pol. 3, 103, 2; a. Sp.; aber auch καὶ καταξίωσις, Pol. 3, 90, 14.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 étonnement ; particul. en mauv. part consternation, effroi, stupeur;
2 admiration;
3 fixité du regard.
Étymologie: καταπλήσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάπληξις -εως, ἡ [καταπλήσσω] verbijstering, verlamming:. φόβος τε καὶ κατάπληξις μεγίστη angst en een enorme verbijstering Thuc. 8.1.2, ἀθυμία καὶ κατάπληξις moedeloosheid en verlamming Plut. Pyrrh. 17.5. geneesk. fixatie, verlamming.
Russian (Dvoretsky)
κατάπληξις: εως ἡ
1 страх, ужас, смятение, Thuc., Polyb., Plut.;
2 изумление (κ. καὶ καταξίωσις Polyb.).
Greek Monotonic
κατάπληξις: -εως, ἡ, κατάπληξη, έκπληξη, δέος, σάστισμα, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπληξις: -εως, ἡ, ἰσχυρὸς θαυμασμός, ἔκπληξις, φόβος ὑπερβολικὸς (ἐκ μεγάλης φαντασίας), Θουκ. 7. 42., 8. 66, Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 30, 1, κλ.· κ. ὀμμάτων, θάμβος, Ἱππ. 1226Λ· κ. καὶ ἀπραγία τῶν στρατοπέδων Πολύβ. 3. 103, 2· ἔτι δὲ καὶ σεβασμός, κ. καὶ καταξίωσις τοῦ Ρωμαίων πολιτεύματος ὁ αὐτ. 3. 90, 14.
Middle Liddell
κατάπληξις, εως [from καταπλήσσω
amazement, consternation, Thuc.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἔκπληξη). Ἀπό τό καταπλήσσω → κατά + πλήσσω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.