оглядываться
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Russian > Greek
διασκέπτομαι ;; περισκέπτομαι ;; ἐπιστρέφω ;; μετατροπαλίζομαι ;; περισκοπέω