устойчивый
From LSJ
Russian > Greek
σταδαῖος, ἐπιστατικός, ἰσόρροπος, ἀπτώς, δευσοποιός, δυσκίνητος, δυσκίνατος, συστατός, σύστατος, συνερειστικός, στάδιος, ἑδραῖος, σταθερός, εὐσταθής, ἐϋσταθής
σταδαῖος, ἐπιστατικός, ἰσόρροπος, ἀπτώς, δευσοποιός, δυσκίνητος, δυσκίνατος, συστατός, σύστατος, συνερειστικός, στάδιος, ἑδραῖος, σταθερός, εὐσταθής, ἐϋσταθής