ἀπτώς

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπτώς Medium diacritics: ἀπτώς Low diacritics: απτώς Capitals: ΑΠΤΩΣ
Transliteration A: aptṓs Transliteration B: aptōs Transliteration C: aptos Beta Code: a)ptw/s

English (LSJ)

ῶτος, ὁ, ἡ, (πίπτω) not falling or liable to fall, ἀ. δόλος, of a wrestler's art, Pi.O.9.92; λόγος Pl.R. 534c; ἀ. ἑστάναι M.Ant.7.61; ἀ. ἑαυτὸν διατηρεῖν Plu.Comp.Arist.Cat.2.

Spanish (DGE)

-ῶτος
que no cae, sólido, firme fig. λόγος Pl.R.534c, cf. M.Ant.7.61, καὶ πάσαις ἀπορίαις ὀρθοὺς διαφυλάσσει καὶ ἀπτῶτας Plu.2.85b, ἀπτῶτα διετήρησεν αὐτόν Plu.Comp.Arist.Cat.2, ἐμὸς ἀπτὼς ἦν θάλαμος AP 7.375 (Antiphil.), σὸν κατ' ἀγῶνα ἀπτῶτ' ἀγγέλλω παῖδα κρατεῖν Lindos 2699b.2 (I a.C.).

German (Pape)

[Seite 341] ῶτος (πίπτω), nicht fallend, fest stehend, nicht irrend, δόλος Pind. Ol. 9, 99; λόγος Plat. Rep. VII, 534 c; θάλαμος Antiphil. 40 (VII, 375, vgl. IX, 588); Plut. Comp. Cat. et Arist. 2.

French (Bailly abrégé)

ῶτος (ὁ, ἡ)
qui ne tombe pas ; fig. infaillible.
Étymologie: , πίπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπτώς: ῶτος adj.
1 не падающий, устойчивый, стойкий (παλαίσας ἀ. Anth.);
2 перен. твердый, уверенный, безошибочный (δόλος Pind.; λόγος Plat.; μνήμη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπτώς: ῶτος, ὁ, ἡ, (πίπτω) ὁ μὴ πίπτων ἢ ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς πτῶσιν, φῶτας δ’ ὀξυρεπεῖ δόλῳ ἀπτῶτι δαμάσσαις, ἐπὶ τεχνάσματος παλαιστοῦ, Πινδ. Ο. 9. 139· λόγος Πλάτ. Πολ. 534C· ἀ. ἑστάναι Μ. Ἀντων. 7. 61.

Greek Monolingual

ἀπτώς (-ῶτος), ο, η (Α) πίπτω
1. αυτός που δεν πέφτει ή δεν είναι δυνατόν να πέσει
2. όποιος δεν κάνει σφάλματα.

Middle Liddell

πίπτω
not liable to fall or fail, Plat.