ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another
ψάμμος ;; ἄμμος ;; ἄμαθος ;; κονίσαλος ;; ψάμμη ;; ψάμμα ;; κονία ;; κονίη ;; σποδός