ψάμμα

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψάμμα Medium diacritics: ψάμμα Low diacritics: ψάμμα Capitals: ΨΑΜΜΑ
Transliteration A: psámma Transliteration B: psamma Transliteration C: psamma Beta Code: ya/mma

English (LSJ)

-ατος, τό, in plural ψάμματα· σπαράγματα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1391] τό, = ψάμμος, Hesych.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ψάμμη.

Russian (Dvoretsky)

ψάμμα: ἡ дор. = ψάμμη.

Greek (Liddell-Scott)

ψάμμα: τό, παρ’ Ἡσύχ.· «ψάμματα· σπαράγματα».

Greek Monolingual

(I)
-ατος, τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. ψάμματα
«σπαράγματα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται προφανώς με τηλ. ψάμμος].
(II)
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. ψάμμος.