ψάμμα
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
English (LSJ)
-ατος, τό, in plural ψάμματα· σπαράγματα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1391] τό, = ψάμμος, Hesych.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ψάμμη.
Russian (Dvoretsky)
ψάμμα: ἡ дор. = ψάμμη.
Greek (Liddell-Scott)
ψάμμα: τό, παρ’ Ἡσύχ.· «ψάμματα· σπαράγματα».
Greek Monolingual
(I)
-ατος, τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. ψάμματα
«σπαράγματα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται προφανώς με τηλ. ψάμμος].
(II)
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. ψάμμος.