добровольный
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
Russian > Greek
ἐθελούσιος ;; αὐθαίρετος ;; ἐθελημός ;; ἐθελητός ;; ἐθελοντής ;; θέλεος ;; αὐτόνομος ;; ἀπαράκλητος ;; αὐτεπάγγελτος ;; ἑκούσιος