ἀπαράκλητος
Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht
English (LSJ)
ἀπαράκλητον,
A unsummoned, volunteering, Th.2.98; εὔνοια Inscr.Prien.108.43 (ii B. C.); καὶ παρακαλούμενος καὶ ἀ. Plu.2.403b, cf. CIG2271.27 (Delos).
II not to be consoled, Sch.A.Pr.185.
Spanish (DGE)
-ον
I que no necesita ser llamado, voluntario πολλοὶ ... ἀ. ... ἠκολούθουν Th.2.98, ὁ δῆμος ... ἀ. IM 53.64 (III a.C.), cf. ID 1519.27 (II d.C.), τὰ προσήκοντα ἀπαράκλητοι πράττετε D.C.41.33.1, καὶ παρακαλούμενος καὶ ἀ. Plu.2.403b, εὔνοια IPr.108.43 (II a.C.).
II 1inconsolable πένθος Chrys.M.59.529, cf. Sch.A.Pr.185.
2 triste, desolado τόπος Pall.H.Laus.39.3.
III adv. -ως voluntariamente συνεμβαίνων SEG 7.62.10 (Seleucia de Pieria II a.C.).
German (Pape)
[Seite 279] 1) unaufgefordert, freiwillig, Thuc. 2, 98 u. Sp. – 2) untröstlich, Schol. Aesch. Prom. 185.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n'a pas reçu d'ordre, qui agit de son propre mouvement.
Étymologie: ἀ, παρακαλέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαράκλητος: незваный, непрошенный или добровольный (ἀπαράκλητοι ἠκολούθουν Thuc.; καὶ παρακαλούμενος καὶ ἀ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράκλητος: -ον, ὁ μὴ παρακληθείς, ἑκούσιος, Θουκ. 2. 98· καὶ παρακαλούμενος καὶ ἀπαράκλητος Πλούτ. 2. 403Β, πρβλ. Συλλογ. Ἐπιγρ. 2271. 28. ΙΙ. ἀπαρηγόρητος, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 185· ἀπαράκλητος συμφορὰ Κύριλλ. Ἀλεξ., ἀδυσώπητος, Ι, Μόσχ. Λειμων. Πνευ. κ. 50. σ. 1076: ― Ἐπίρρ. ἀπαρακλήτως Σχόλ. Βεν εἰς Ιλ. Ψ. 42, καὶ ἀπαράκλητα Παχυμ.
Greek Monolingual
ἀπαράκλητος, -ον (AM)
1. απαρηγόρητος, αυτός τον οποίο κανείς δεν μπορεί να παρηγορήσει
2. (για τόπους) θλιβερός
μσν.
αμετάπειστος
αρχ.
1. αυτός που έρχεται κάπου χωρίς να τον καλέσουν, εθελοντής
2. αδιαφιλονίκητος.
Greek Monotonic
ἀπαράκλητος: -ον, αυτός που δεν έχει προσκληθεί ή λάβει διαταγή, εκούσιος, εθελούσιος, σε Θουκ.
Middle Liddell
unsummoned, volunteering, Thuc.