перехватывать
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
Russian > Greek
ὑφαρπάζω ;; ὑπαρπάζω ;; παρεγκόπτω ;; ἐμπεριλαμβάνω ;; διαλαμβάνω ;; ὑποτέμνω ;; ὑπολαμβάνω
ὑφαρπάζω ;; ὑπαρπάζω ;; παρεγκόπτω ;; ἐμπεριλαμβάνω ;; διαλαμβάνω ;; ὑποτέμνω ;; ὑπολαμβάνω