παρεγκόπτω
From LSJ
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
English (LSJ)
intercept, stop, τὸ πνεῦμα v.l. in Plu.2.130b.
German (Pape)
[Seite 510] einschneiden, Plut. de sanit. tuend. p. 391.
French (Bailly abrégé)
intercepter.
Étymologie: παρά, ἐγκόπτω.
Russian (Dvoretsky)
παρεγκόπτω: перехватывать, задерживать (τὸ πνεῦμα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
παρεγκόπτω: διακόπτω, «σταματῶ», τὸ πνεῦμα Wytt. εἰς Πλούτ. 130Β.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. παρεμποδίζω, διακόπτω
2. παρεμβάλλω εμπόδια
μσν.
περιορίζω και προκαλώ αλλαγή κατάστασης ή πορείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγκόπτω «σχηματίζω εγκοπή, εμποδίζω»].