действительный
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
Russian > Greek
παναληθής, ἐνεργητικός, δραστήριος, ἐτήτυμος, ἔτυμος, ἄϋπνος, ἐντελεχής, ὀρθώνυμος, ἰθαγενής, ἰθαιγενής, ὑπαρκτικός, χρήσιμος, ἐμφανής, ἑτοῖμος