убедительный
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
Russian > Greek
πιστευτικός, ἀξιοτέκμαρτος, περαντικός, ἀσφαλής, ἄμαχος, ἀποδεικτικός, εὐπειθής, εὐπιθής, συνερκτικός, πιστικός, ἀναπειστήριος, πειθός, πειστικός, συνακτικός, πειστήριος, πιθανός