κεραυνοβολέω

Revision as of 09:43, 20 October 2019 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

κεραυνοβολέω or κεραυνοβολῶ,

   A hurl the thunderbolt, AP12.122 (Mel.), 140, Ps.Luc. Philopatr.4, Placit.3.3.3.    II trans., strike with a thunderbolt, οἰκίαν Eratosth.Cat.6.

German (Pape)

[Seite 1422] den Donnerkeil schleudern; Mel. 23 u. Philp. 2 (XII, 122. 140); Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοβολέω: ἐξακοντίζω τὸν κεραυνόν, Ἀνθ. Π. 12. 122, Πλούτ. 2. 893Ε· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κ. ὄλεθρον Εὐστ. Πονημάτ. 87. 53. ΙΙ. μεταβ., κτυπῶ διὰ τοῦ κεραυνοῦ, τινα Ἀνθ. Π. 12. 140.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
lancer la foudre.
Étymologie: κεραυνοβόλος.

Greek Monotonic

κεραυνοβολέω:I. εξακοντίζω, λέγεται για τον κεραυνό, σε Ανθ.
II. προπαροξ., κεραυνόβολος, -ον, Παθ. χτυπημένος από κεραυνό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κεραυνοβολέω: поражать громом, метать молнии Plut., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραυνοβολέω [κεραυνοβόλος] bliksemen.

Middle Liddell

κεραυνοβολέω,
I. to hurl the thunderbolt, Anth.
II. trans. to strike therewith, Il. [from κεραυνοβόλος