covering
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English > Greek (Woodhouse)
subs.
Ar. and V. κάλυμμα, τό, Ar. ἐγκάλυμμος, ὁ.
That which gives shelter: P. στέγασμα, τό.
Cloth spread as a covering: Ar. and P. στρώματα, τά.
Covering of earth: V. περιβολαὶ χθονός.
In same sense use V. περιπτυχαί, αἱ, περίπτυγμα, τό.
Covering of flesh: V. σαρκὸς ἔνδυτα, τά.
adj.
V. καλυπτός.
Sheltering: V. ἐπῆλυξ.